- Κωμία
- Κωμίᾱ , Κωμίηςmasc nom/voc/acc dualΚωμίᾱ , Κωμίηςmasc voc sg (attic)Κωμίᾱ , Κωμίηςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κωμίας — Κωμίᾱς , Κωμίης masc acc pl Κωμίᾱς , Κωμίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κωμίαν — Κωμίᾱν , Κωμίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητροκωμία — η (ΑΜ μητροκωμία) νεοελλ. μσν. 1. (κατά τη βυζαντική εποχή) ένωση κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών 2. (κατά την τουρκοκρατία) το κεφαλοχώρι αρχ. πρωτεύουσα περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κωμία (< κωμος < κώμη), πρβλ. τετρα κωμία] … Dictionary of Greek
μικροκωμία — μικροκωμία, ἡ (Α) μικρή κώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + κωμία (< κώμη), πρβλ. μητρο κωμία] … Dictionary of Greek
πεντακωμία — ἡ, Α διοικητική ένωση πέντε κωμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κωμία (< κώμος < κώμη), πρβλ. τετρα κωμία] … Dictionary of Greek
τετρακωμία — ἡ, Α ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κωμία (< κωμος < κώμη), πρβλ. πεντα κωμία] … Dictionary of Greek